Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
View word page
ἀποδίωγμα
pursuit

ShortDef

pursuit

Debugging

Headword:
ἀποδίωγμα
Headword (normalized):
ἀποδίωγμα
Headword (normalized/stripped):
αποδιωγμα
IDX:
10912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10913
Key:

Data

{'content': 'pursuit'}