Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
View word page
ἀποδιψάω
cease from thirst, be relieved of it
ShortDef
cease from thirst, be relieved of it
Debugging
Headword:
ἀποδιψάω
Headword (normalized):
ἀποδιψάω
Headword (normalized/stripped):
αποδιψαω
IDX:
10911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10912
Key:
Data
{'content': 'cease from thirst, be relieved of it'}