Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
View word page
ἀποδίς
twice
ShortDef
twice
Debugging
Headword:
ἀποδίς
Headword (normalized):
ἀποδίς
Headword (normalized/stripped):
αποδις
IDX:
10908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10909
Key:
Data
{'content': 'twice'}