Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
View word page
ἀποδιπλόομαι
to be unfolded

ShortDef

to be unfolded

Debugging

Headword:
ἀποδιπλόομαι
Headword (normalized):
ἀποδιπλόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιπλοομαι
IDX:
10907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10908
Key:

Data

{'content': 'to be unfolded'}