Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
View word page
ἀποδιοριστέον
one must mark off, separate

ShortDef

one must mark off, separate

Debugging

Headword:
ἀποδιοριστέον
Headword (normalized):
ἀποδιοριστέον
Headword (normalized/stripped):
αποδιοριστεον
IDX:
10906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10907
Key:

Data

{'content': 'one must mark off, separate'}