Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
View word page
ἀποδιορίζω
to mark off by dividing, to separate
ShortDef
to mark off by dividing, to separate
Debugging
Headword:
ἀποδιορίζω
Headword (normalized):
ἀποδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
αποδιοριζω
IDX:
10904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10905
Key:
Data
{'content': 'to mark off by dividing, to separate'}