Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
View word page
ἀποδινέω
to thresh
ShortDef
to thresh
Debugging
Headword:
ἀποδινέω
Headword (normalized):
ἀποδινέω
Headword (normalized/stripped):
αποδινεω
IDX:
10900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10901
Key:
Data
{'content': 'to thresh'}