Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάβλητος
ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
View word page
ἀδιαίρετος
undivided

ShortDef

undivided

Debugging

Headword:
ἀδιαίρετος
Headword (normalized):
ἀδιαίρετος
Headword (normalized/stripped):
αδιαιρετος
IDX:
1089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1090
Key:

Data

{'content': 'undivided'}