Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
View word page
ἄβορος
greedy
ShortDef
greedy
Debugging
Headword:
ἄβορος
Headword (normalized):
ἄβορος
Headword (normalized/stripped):
αβορος
IDX:
108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-109
Key:
Data
{'content': 'greedy'}