Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
View word page
ἀποδικέω
to defend oneself on trial
ShortDef
to defend oneself on trial
Debugging
Headword:
ἀποδικέω
Headword (normalized):
ἀποδικέω
Headword (normalized/stripped):
αποδικεω
IDX:
10898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10899
Key:
Data
{'content': 'to defend oneself on trial'}