Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
View word page
ἀποδικάζω
acquit
ShortDef
acquit
Debugging
Headword:
ἀποδικάζω
Headword (normalized):
ἀποδικάζω
Headword (normalized/stripped):
αποδικαζω
IDX:
10896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10897
Key:
Data
{'content': 'acquit'}