Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
View word page
ἀποδιΐστημι
separate
ShortDef
separate
Debugging
Headword:
ἀποδιΐστημι
Headword (normalized):
ἀποδιΐστημι
Headword (normalized/stripped):
αποδιιστημι
IDX:
10895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10896
Key:
Data
{'content': 'separate'}