Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
View word page
ἀποδιηθέω
strain off, filter

ShortDef

strain off, filter

Debugging

Headword:
ἀποδιηθέω
Headword (normalized):
ἀποδιηθέω
Headword (normalized/stripped):
αποδιηθεω
IDX:
10894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10895
Key:

Data

{'content': 'strain off, filter'}