Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
View word page
ἀποδιατρίβω
to wear quite away, to waste utterly
ShortDef
to wear quite away, to waste utterly
Debugging
Headword:
ἀποδιατρίβω
Headword (normalized):
ἀποδιατρίβω
Headword (normalized/stripped):
αποδιατριβω
IDX:
10888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10889
Key:
Data
{'content': 'to wear quite away, to waste utterly'}