Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
View word page
ἀποδιατίθεμαι
to be weaned
ShortDef
to be weaned
Debugging
Headword:
ἀποδιατίθεμαι
Headword (normalized):
ἀποδιατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιατιθεμαι
IDX:
10887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10888
Key:
Data
{'content': 'to be weaned'}