Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
View word page
ἀποδιαστρέφω
divert
ShortDef
divert
Debugging
Headword:
ἀποδιαστρέφω
Headword (normalized):
ἀποδιαστρέφω
Headword (normalized/stripped):
αποδιαστρεφω
IDX:
10886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10887
Key:
Data
{'content': 'divert'}