Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
View word page
ἀποδιαστέλλω
divide
ShortDef
divide
Debugging
Headword:
ἀποδιαστέλλω
Headword (normalized):
ἀποδιαστέλλω
Headword (normalized/stripped):
αποδιαστελλω
IDX:
10884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10885
Key:
Data
{'content': 'divide'}