Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
View word page
ἀποδιαπέμπομαι
divert
ShortDef
divert
Debugging
Headword:
ἀποδιαπέμπομαι
Headword (normalized):
ἀποδιαπέμπομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιαπεμπομαι
IDX:
10882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10883
Key:
Data
{'content': 'divert'}