Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀδιαβηνός
ἀδιαβίβαστος
ἀδιάβλητος
ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
View word page
ἀδιάζευκτος
not disjoined, inseparable

ShortDef

not disjoined, inseparable

Debugging

Headword:
ἀδιάζευκτος
Headword (normalized):
ἀδιάζευκτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαζευκτος
IDX:
1087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1088
Key:

Data

{'content': 'not disjoined, inseparable'}