Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
View word page
ἀποδιακλασμός
mental perturbation

ShortDef

mental perturbation

Debugging

Headword:
ἀποδιακλασμός
Headword (normalized):
ἀποδιακλασμός
Headword (normalized/stripped):
αποδιακλασμος
IDX:
10875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10876
Key:

Data

{'content': 'mental perturbation'}