Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
View word page
ἀποδημία
a being from home, a going
ShortDef
a being from home, a going
Debugging
Headword:
ἀποδημία
Headword (normalized):
ἀποδημία
Headword (normalized/stripped):
αποδημια
IDX:
10868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10869
Key:
Data
{'content': 'a being from home, a going'}