Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
View word page
ἀποδημητικός
fond of travelling

ShortDef

fond of travelling

Debugging

Headword:
ἀποδημητικός
Headword (normalized):
ἀποδημητικός
Headword (normalized/stripped):
αποδημητικος
IDX:
10867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10868
Key:

Data

{'content': 'fond of travelling'}