Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
View word page
ἀποδημητής
one who goes abroad

ShortDef

one who goes abroad

Debugging

Headword:
ἀποδημητής
Headword (normalized):
ἀποδημητής
Headword (normalized/stripped):
αποδημητης
IDX:
10866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10867
Key:

Data

{'content': 'one who goes abroad'}