Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
View word page
ἀποδημέω
to be away from home, be abroad
ShortDef
to be away from home, be abroad
Debugging
Headword:
ἀποδημέω
Headword (normalized):
ἀποδημέω
Headword (normalized/stripped):
αποδημεω
IDX:
10865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10866
Key:
Data
{'content': 'to be away from home, be abroad'}