Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
View word page
ἀποδέω2
to be in want of, lack

ShortDef

to bind fast
to be in want of, lack

Debugging

Headword:
ἀποδέω2
Headword (normalized):
ἀποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποδεω2
IDX:
10862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10863
Key:

Data

{'content': 'to be in want of, lack'}