Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
View word page
ἀποδέω
to bind fast

ShortDef

to bind fast
to be in want of, lack

Debugging

Headword:
ἀποδέω
Headword (normalized):
ἀποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποδεω
IDX:
10861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10862
Key:

Data

{'content': 'to bind fast'}