Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδενδρόομαι
ἀπόδεξις
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
View word page
ἀπόδεσμος
a breastband, girdle

ShortDef

a breastband, girdle

Debugging

Headword:
ἀπόδεσμος
Headword (normalized):
ἀπόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αποδεσμος
IDX:
10859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10860
Key:

Data

{'content': 'a breastband, girdle'}