Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιαβεβαίωτος
Ἀδιαβηνή
Ἀδιαβηνός
ἀδιαβίβαστος
ἀδιάβλητος
ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
View word page
ἀδιάδοχος
without successor, perpetual
ShortDef
without successor, perpetual
Debugging
Headword:
ἀδιάδοχος
Headword (normalized):
ἀδιάδοχος
Headword (normalized/stripped):
αδιαδοχος
IDX:
1085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1086
Key:
Data
{'content': 'without successor, perpetual'}