Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδεξις
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
ἀποδημέω
View word page
ἀποδερτρόω
disembowel, eviscerate

ShortDef

disembowel, eviscerate

Debugging

Headword:
ἀποδερτρόω
Headword (normalized):
ἀποδερτρόω
Headword (normalized/stripped):
αποδερτροω
IDX:
10855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10856
Key:

Data

{'content': 'disembowel, eviscerate'}