Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδεκτέον
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδεξις
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
ἀποδηλόω
ἀποδήλωσις
View word page
ἀποδερματόομαι
to have their leather covering destroyed

ShortDef

to have their leather covering destroyed

Debugging

Headword:
ἀποδερματόομαι
Headword (normalized):
ἀποδερματόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδερματοομαι
IDX:
10854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10855
Key:

Data

{'content': 'to have their leather covering destroyed'}