Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατόω
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτέος
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀπόδεξις
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀπόδεσμος
ἀποδέχομαι
ἀποδέω
ἀποδέω2
View word page
ἀποδερματίζω
flay, strip
ShortDef
flay, strip
Debugging
Headword:
ἀποδερματίζω
Headword (normalized):
ἀποδερματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποδερματιζω
IDX:
10852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10853
Key:
Data
{'content': 'flay, strip'}