Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδαπανάω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδατέομαι
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτέος
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιατέος
View word page
ἀποδεδειλιακότως
in a cowardly way

ShortDef

in a cowardly way

Debugging

Headword:
ἀποδεδειλιακότως
Headword (normalized):
ἀποδεδειλιακότως
Headword (normalized/stripped):
αποδεδειλιακοτως
IDX:
10824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10825
Key:

Data

{'content': 'in a cowardly way'}