Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδαμέω
ἀπόδαμος
ἀποδαπανάω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδατέομαι
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτέος
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
View word page
ἀποδαψιλεύομαι
to be liberal of

ShortDef

to be liberal of

Debugging

Headword:
ἀποδαψιλεύομαι
Headword (normalized):
ἀποδαψιλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδαψιλευομαι
IDX:
10822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10823
Key:

Data

{'content': 'to be liberal of'}