Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαμέω
ἀπόδαμος
ἀποδαπανάω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδατέομαι
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτέος
View word page
ἀποδασμός
a division, part of a whole
ShortDef
a division, part of a whole
Debugging
Headword:
ἀποδασμός
Headword (normalized):
ἀποδασμός
Headword (normalized/stripped):
αποδασμος
IDX:
10819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10820
Key:
Data
{'content': 'a division, part of a whole'}