Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδηφαγία
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιαβεβαίωτος
Ἀδιαβηνή
Ἀδιαβηνός
ἀδιαβίβαστος
ἀδιάβλητος
ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
View word page
ἀδιάγλυπτος
not to be cut through

ShortDef

not to be cut through

Debugging

Headword:
ἀδιάγλυπτος
Headword (normalized):
ἀδιάγλυπτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαγλυπτος
IDX:
1081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1082
Key:

Data

{'content': 'not to be cut through'}