Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαμέω
ἀπόδαμος
ἀποδαπανάω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδατέομαι
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
View word page
ἀποδάσμιος
parted from the rest

ShortDef

parted from the rest

Debugging

Headword:
ἀποδάσμιος
Headword (normalized):
ἀποδάσμιος
Headword (normalized/stripped):
αποδασμιος
IDX:
10818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10819
Key:

Data

{'content': 'parted from the rest'}