Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογώνιον
ἀπογωνιόομαι
ἀποδαίομαι
ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαμέω
ἀπόδαμος
ἀποδαπανάω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδατέομαι
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
View word page
ἀποδαρθάνω
to sleep a little

ShortDef

to sleep a little

Debugging

Headword:
ἀποδαρθάνω
Headword (normalized):
ἀποδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
αποδαρθανω
IDX:
10815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10816
Key:

Data

{'content': 'to sleep a little'}