Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
ἀπόγονος
ἀπογραΐζω
ἀπογραφεύς
ἀπογραφή
ἀπόγραφος
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀπογύμνωσις
ἀπογυναίκωσις
ἀπόγυον
ἀπογώνιον
ἀπογωνιόομαι
ἀποδαίομαι
ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
View word page
ἀπογυιόω
to deprive
ShortDef
to deprive
Debugging
Headword:
ἀπογυιόω
Headword (normalized):
ἀπογυιόω
Headword (normalized/stripped):
απογυιοω
IDX:
10799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10800
Key:
Data
{'content': 'to deprive'}