Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
View word page
Ἀβοριγῖνες
aborigines

ShortDef

aborigines

Debugging

Headword:
Ἀβοριγῖνες
Headword (normalized):
ἀβοριγῖνες
Headword (normalized/stripped):
αβοριγινες
IDX:
107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-108
Key:

Data

{'content': 'aborigines'}