Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
ἀπόγονος
ἀπογραΐζω
ἀπογραφεύς
ἀπογραφή
ἀπόγραφος
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀπογύμνωσις
ἀπογυναίκωσις
View word page
ἀπόγονος
born or descended from, offspring
ShortDef
born or descended from, offspring
Debugging
Headword:
ἀπόγονος
Headword (normalized):
ἀπόγονος
Headword (normalized/stripped):
απογονος
IDX:
10793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10794
Key:
Data
{'content': 'born or descended from, offspring'}