Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδήριτος
ᾍδης
ἀδηφαγέω
ἀδηφαγία
ἀδηφάγος
ἀδῄωτος
ἀδιάβατος
ἀδιαβεβαίωτος
Ἀδιαβηνή
Ἀδιαβηνός
ἀδιαβίβαστος
ἀδιάβλητος
ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
View word page
ἀδιαβίβαστος
intransitive

ShortDef

intransitive

Debugging

Headword:
ἀδιαβίβαστος
Headword (normalized):
ἀδιαβίβαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαβιβαστος
IDX:
1078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1079
Key:

Data

{'content': 'intransitive'}