Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
ἀπόγονος
ἀπογραΐζω
ἀπογραφεύς
View word page
ἀπογνώσιμος
desperate
ShortDef
desperate
Debugging
Headword:
ἀπογνώσιμος
Headword (normalized):
ἀπογνώσιμος
Headword (normalized/stripped):
απογνωσιμος
IDX:
10785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10786
Key:
Data
{'content': 'desperate'}