Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
ἀπόγονος
View word page
ἀπογλωττίζομαι
to be deprived of tongue

ShortDef

to be deprived of tongue

Debugging

Headword:
ἀπογλωττίζομαι
Headword (normalized):
ἀπογλωττίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απογλωττιζομαι
IDX:
10783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10784
Key:

Data

{'content': 'to be deprived of tongue'}