Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
View word page
ἀπογλύφω
scrape
ShortDef
scrape
Debugging
Headword:
ἀπογλύφω
Headword (normalized):
ἀπογλύφω
Headword (normalized/stripped):
απογλυφω
IDX:
10782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10783
Key:
Data
{'content': 'scrape'}