Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
View word page
ἀπογλυφή
place scraped bare

ShortDef

place scraped bare

Debugging

Headword:
ἀπογλυφή
Headword (normalized):
ἀπογλυφή
Headword (normalized/stripped):
απογλυφη
IDX:
10781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10782
Key:

Data

{'content': 'place scraped bare'}