Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
View word page
ἀπόγλουτος
with small rump

ShortDef

with small rump

Debugging

Headword:
ἀπόγλουτος
Headword (normalized):
ἀπόγλουτος
Headword (normalized/stripped):
απογλουτος
IDX:
10779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10780
Key:

Data

{'content': 'with small rump'}