Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
View word page
ἀπογλαύκωσις
formation of a γλαύκωμα

ShortDef

formation of a γλαύκωμα

Debugging

Headword:
ἀπογλαύκωσις
Headword (normalized):
ἀπογλαύκωσις
Headword (normalized/stripped):
απογλαυκωσις
IDX:
10777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10778
Key:

Data

{'content': 'formation of a γλαύκωμα'}