Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
View word page
ἀπογλαυκόομαι
suffer from glaucoma; become grey-blue
ShortDef
suffer from glaucoma; become grey-blue
Debugging
Headword:
ἀπογλαυκόομαι
Headword (normalized):
ἀπογλαυκόομαι
Headword (normalized/stripped):
απογλαυκοομαι
IDX:
10776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10777
Key:
Data
{'content': 'suffer from glaucoma; become grey-blue'}