Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
ἀπογνώσιμος
View word page
ἀπογκόω
stuff
ShortDef
stuff
Debugging
Headword:
ἀπογκόω
Headword (normalized):
ἀπογκόω
Headword (normalized/stripped):
απογκοω
IDX:
10775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10776
Key:
Data
{'content': 'stuff'}