Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπόγευσις
ἀπογεύω
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογκέω
ἀπογκόω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπογλαύκωσις
ἀπογλάφομαι
ἀπόγλουτος
ἀπογλυκαίνω
ἀπογλυφή
ἀπογλύφω
ἀπογλωττίζομαι
ἀπόγνοια
View word page
ἀπογκέω
swell up
ShortDef
swell up
Debugging
Headword:
ἀπογκέω
Headword (normalized):
ἀπογκέω
Headword (normalized/stripped):
απογκεω
IDX:
10774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10775
Key:
Data
{'content': 'swell up'}